- διαλάμπουσιν
- διαλάμπωshine throughpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)διαλάμπωshine throughpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκτομάς — ἐκτομάς, η (Α) 1. μικρή πόρτα κατασκευασμένη στο θυρόφυλλο μεγάλης πύλης απ όπου μπαινοβγαίνουν μεμονωμένα άτομα για να μην ανοίγει ολόκληρη η πύλη 2. «περικεφαλαία ἧς οἱ ὀφθαλμοὶ διαλάμπουσιν» (Ησύχ.) … Dictionary of Greek